- γαληόψις
- ηη γαλέοψις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλήοψις — γαληόψις brownwort fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
γαλέοψις — και γαλίοψις, η (Α γαληόψις) ονομασία Αγγειόσπερμων Δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών Χειλανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + όψις] … Dictionary of Greek
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
geli-, glī- — geli , glī English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise” Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary